αλιγούρευτος

αλιγούρευτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν προκαλεί μεγάλη επιθυμία: Το φαγητό ήταν αλιγούρευτο και με δυσκολία το φάγαμε.
2. αυτός που δε νιώθει μεγάλη επιθυμία: Είχε καταντήσει να 'ναι για όλα αλιγούρευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλιγούρευτος — η, ο [λιγουρεύω] 1. αυτός που δεν τόν λιγουρεύεται, δεν τόν ποθεί κανείς 2. αυτός που δεν λιγουρεύεται, δεν ποθεί έντονα κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”